τορεῖν

τορεῖν
τορέω
bore
aor inf act (attic epic doric)
τορέω
bore
pres inf act (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • διάτορος — διάτορος, ον (AM) 1. διατρυπημένος πέρα ώς πέρα, διάτρητος 2. αυτός που διατρυπά 3. (για ήχο) οξύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < δια + *τόρος < (θ.) τορ τού τορείν (απρμφ. αορ. τού τείρω*] …   Dictionary of Greek

  • λαοτόρος — λαοτόρος, ον (Μ) λαξευτής λίθων. [ΕΤΥΜΟΛ. < λᾶας «λίθος», γεν. λᾶος + τόρος (< τόρος «τρυπάνι» < τορεῖν απρμφ. αορ. τού ρ. τείρω «τρυπώ»), πρβλ. oξv τόρος, ρινο τόρος] …   Dictionary of Greek

  • πετροτόρος — ο, Ν εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες σε πέτρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + τορος (< θ. τορ , πρβλ. τορεῖν, απρμφ. αορ. τού τείρω «τρυπώ», τόρ νος)] …   Dictionary of Greek

  • τορητός — ή, όν, Α αυτός που μπορεί να τρυπηθεί, τρωτός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τού ρ. τείρω* «διατρυπώ» (πρβλ. απρμφ. αορ. τορεῖν) + κατάλ. η τός τών ρηματ. επιθ.] …   Dictionary of Greek

  • τόρνος — Εργαλειομηχανή κατεργασίας μηχανολογικών κομματιών, στα οποία δίνει μορφή επιφάνειας με περιστροφή, αφαιρώντας υλικό από το κομμάτι στο οποίο γίνεται η επεξεργασία. Η κύρια κίνηση κοπής προσδίδεται πάντοτε στο κομμάτι που προορίζεται για… …   Dictionary of Greek

  • τόρος — ὁ, Α γεωτρύπανο, εργαλείο για το άνοιγμα φρεάτων ή λιθοκοπικό εργαλείο. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει σχηματιστεί από την ετεροιωμένη βαθμίδα τορ τού ρ. τείρω* «διατρυπώ» (πρβλ. απαρμφ. αορ. τορεῖν)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”